Η ανάγκη μου να ευχαριστώ τους ανθρώπους. Έχει διαγνωστεί πλέον.. ποια είναι τα αίτια; τι τύψεις κρύβονται πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά;
Κάτι ανέγνωσα στον εαυτό μου τις προάλλες.. Τύψεις από την εποχή της μητέρας, the belle epoque.
Κάτι λίγο απ' αυτό κάτι απ' την κρίση του πατρός ότι τα αδέρφια μου είναι καλύτερα, κάτι που μεγάλωσα με παππού-γιαγιά να μη με συμπαθούν. Πάντα ήθελα να είμαι το αγαπητό παιδί. Σε όλους. Ακόμα και τώρα το βλέπω, αλλά δε μπορώ να ξεφύγω. Δε μπορώ να ηρεμίσω αν δε γνωρίζω στα σίγουρα ότι ο άλλος με συμπαθεί και με θέλει κοντά του - για παιδί του. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η δασκάλα του δημοτικού μου κάποτε σκόνταψε και πήγε να πέσει κι εγώ φώναξα "Μαμά!" Όχι επειδή τρόμαξα και αναφώνησα όπως "Μαμά μου! Τι ήταν αυτό;" Αλλά, ειλικρινώς, για τη μητέρα μου που θα έπεφτε..
Είναι, ίσως, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ακόμα και τώρα στη δουλειά μου τους προσεγγίζω με τη σκέψη του παιδιού. Όχι του επαγγελματία. Αν μου πει κάτι η διευθύντρια θα στεναχωρηθώ παραπάνω, διότι στο μυαλό μου την απογοητεύω - και δεν αντέχω να απογοητεύω τους ανθρώπους. Όταν μιλάω στους προισταμένους, που είναι μεγάλοι και οικογενειάρχες, τους κοιτάω και είμαι το γλυκύτατο παιδί, είμαι η γλυκειά κόρη, χαρωπή και γελαστή που θελει να την αγαπήσουν. Σίγουρα το βλέπουν κι οι άλλοι.
Ακόμη και στους φίλους, που με τους φίλους σου είσαι πιο αληθινός απ' ότι με την οικογένεια σου. Η οικογένεια σε γνώρισε από μικρή - έχει χτίσει μια εικόνα για σένα και ό,τι και να κάνεις δύσκολα αλλάζει. Τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στον σκληρό πυρήνα της προσωπικότητάς σου βρίσκονται εκεί - σε κοινή θέα. Στους φίλους, σχέσεις δύσκολες, που κάνεις δεν είναι "αναγκασμένος" να ζήσει μαζί σου για πάντα, δείχνεις το πρόσωπο που συμβιβάζεται και είναι πιο ώριμο.
Πού με πάει όμως όλο αυτό; Γιατί θέλω να γίνω ξανά παιδί;
Θέλω να γίνω ξανά παιδί και να αγαπηθώ, να βρω μια μητέρα γιατί την άλλη την έχασα. Και έναν πατέρα, γιατί πάντα είχα ανάγκη από έναν πατέρα. Ένα γονιό να είναι δίπλα μου διαρκώς, να με προσέχει, να με φροντίζει και να με προστατεύει.
Αυτό ψάχνω. Και ξέρω ότι δε θα το βρω ποτέ.
Πρέπει να το ξέρω αυτό και πρέπει να το θυμάμαι. Για να μπορέσω να χτίσω αληθινές σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω μου και όχι τις σχέσεις που θα είχα στο όνομα της μητρός μου. Στο όνομά της και όπως θα διαμορφώνονταν εάν ζούσε.
Βαθειά πληγή πάντα ανοιγμένη
κάνει να κλείσει
κι ο ήλιος τη γδέρνει.
Ένας σταυρός όλος δικός μου
μέχρι να βρω το βουνό που μου πρέπει
να ανέβω μέχρι επάνω
να δω εάν θα αντέξει
Σε κορμί νεάνικό σκέψεις γέρικες,
σαπίζουν μια ψυχή που χρόνια υποφέρει.
Κάποιες μέρες βρίσκω το φως
κοιτάω μέσα από γρίλιες, θωρώ,
Γνωρίζω το δρομο που πρέπει να διαβώ.
Τον βλέπω είναι εκεί. Γνωρίζω τα άνθη πώς είναι η ανταμοιβή.
Αλλά με ποια δύναμη και ποιο κουράγιο;
Τα έχω και τα δυό, αλλά την ελπίδα μου χάνω.
Κάποιες μέρες κάποιες στιγμές,ανοίγω την πόρτα
κοιτάω τις αμυγδαλιές..
Ανθισμένες μου λένε πέρνα από κάτω
μονοπάτι σου στήσαμε με άνθη χιονάτα.
Μα τα πόδια μου τσιμεντωμένα.
Κοθόρνους φορώ,
μα δεν έχω μάθει να χορεύω σε αυτό το χορό.
Αν τα καταφέρω, αν τα βήματα μάθω, τότε θα μπορώ να περιδιαβώ στις όμορφες αμυγδαλιές
του χειμώνα τις ξεγνοιασιές.